ανέραστος

ανέραστος
-η, -ο (Α ἀνέραστος, -ον)
αυτός που δεν αγαπήθηκε, που δεν ενέπνευσε έρωτα
αρχ.
1. αυτός που δεν ασκεί ερωτική έλξη
2. ο μη ευχάριστος, ο αντιπαθητικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + εραστός «αγαπητός» < θ. ερασ- του έραμαι «αγαπώ»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἀνέραστος — loveless masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανέραστος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν αγάπησε ή δεν αγαπήθηκε: Είχε περάσει νιάτα ανέραστα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀνεραστότατον — ἀνέραστος loveless masc acc superl sg ἀνέραστος loveless neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεράστως — ἀνέραστος loveless adverbial ἀνέραστος loveless masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνέραστον — ἀνέραστος loveless masc/fem acc sg ἀνέραστος loveless neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεράστοις — ἀνέραστος loveless masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεράστου — ἀνέραστος loveless masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεράστους — ἀνέραστος loveless masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεράστων — ἀνέραστος loveless masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνέραστα — ἀνέραστος loveless neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”