- ανέραστος
- -η, -ο (Α ἀνέραστος, -ον)αυτός που δεν αγαπήθηκε, που δεν ενέπνευσε έρωτααρχ.1. αυτός που δεν ασκεί ερωτική έλξη2. ο μη ευχάριστος, ο αντιπαθητικός.[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + εραστός «αγαπητός» < θ. ερασ- του έραμαι «αγαπώ»].
Dictionary of Greek. 2013.